ligth bright medium dark black
Ο ΟΛΥΜΠΟΣ

 

            Ο  Όλυμπος  είναι το ψηλότερο από όλα τα βουνά της Ελλάδας. Είναι κυρίως γνωστός από την μυθολογία, ως η μόνιμη κατοικία του Δία και των άλλων Θεών. Η οροσειρά του Ολύμπου, χωρίζεται συνήθως από την χαράδρα της κοίτης  του ποταμού Ζηλιάνα (αρχ. Σύς), στον Κάτω Όλυμπο προς Ν., με ύψος (1.600μ.), και στον Άνω ή Κυρίως Όλυμπο προς Β. με υψόμετρο  (2.918μ).

            Τα όρια του Ολύμπου προς Ν., βρίσκονται στα στενά των Τεμπών. Εκεί, από την αριστερή όχθη του Πηνειού, ανυψώνεται απότομα, και έπειτα προχωρεί βαθμιδωτά προς τον Β., κατά μήκος της εισόδου του Θερμαϊκού κόλπου, και φθάνει στο μέγιστο ύψος του πάνω από το φαράγγι του Ενιπέα, στο Λιτόχωρο. Μετά κατέρχεται με Β.Δ. κλίση και τερματίζει στα στενά της Πέτρας, κατά μήκος της κοίτης του ποταμού Ιτάμου.

           Μεταξύ των στενών της Πέτρας και της ορεινής κοίτης του Αίσωνα, υψώνεται το όρος Τίταρος (1.839μ), που καταλήγει δυτικά προς τα Καμβούνια όρη.  Στη συνέχεια προς Β. βρίσκεται η οροσειρά των Πιερίων, που φθάνει μέχρι τον Αλιάκμονα. Αλλά και ο Τίταρος παλιότερα ανήκε στα Πιέρια όρη. Έτσι, αυτή η κατεύθυνση του Ολύμπου μέχρι τα στενά της Πέτρας, αποτελεί και το μήκος του, που ανέρχεται σε 50 περίπου χιλιόμετρα.

           Το πλάτος των ορίων του Ολύμπου από Α. προς Δ., (είναι από την Πιερική πεδιάδα μέχρι την Θεσσαλική), φθάνει τα 41 περίπου χιλιόμετρα. Το εμβαδόν του είναι 1.272 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Έτσι, εξαιτίας της μικρής διαφοράς μεταξύ του μήκους και του πλάτους, εμφανίζεται ως υπερμεγέθης, συμπαγής όγκος με απότομη ύψωση. Όλες του τις πλευρές όμως, διασχίζουν βαθιές χαράδρες και ορμητικοί χείμαρροι.

       Ο  Όλυμπος αποτελεί ακόμη τον πυρήνα μεγάλου ορεινού συγκροτήματος. Επιμήκεις διακλαδώσεις του βουνού, σχηματίζουν προς Β., τα Πιέρια όρη, προς Δ. (με προέκταση τον Τίταρο), τα Καμβούνια όρη, και προς Ν. την Όσσα (Κίσσαβος).  Άλλες διακλαδώσεις του Ολύμπου και των Πιερίων προς Α., μικρότερες και λεπτότερες, καταφθάνουν στον Θερμαϊκό κόλπο, και σχηματίζουν την Πιερία.

         Ο  Όλυμπος μαζί με τα Καμβούνια όρη, διαχωρίζει την Μακεδονία από την Θεσσαλία. Τα Τέμπη πιστεύεται ότι σχηματίστηκαν από την διάβρωση του ορεινού εδάφους, από τα νερά του Πηνειού. Επομένως και ο Κίσσαβος, παλαιότερα ήταν προέκταση του Ολύμπου. 

 

 

photo - Ο ΟΛΥΜΠΟΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

 

        Η γεωλογική σύσταση του Ολύμπου αποτελείται από κρυσταλλοπαγή πετρώματα, μεταμορφωμένα από τους πολλούς τεκτονικούς σεισμούς και από την διάβρωση των νερών. Εξαιτίας αυτού, μεγάλοι τιτανόλιθοι κρέμονται στα απότομα φαράγγια του. Έτσι η επιφάνεια του Ολύμπου, παρουσιάζεται ποικιλόμορφη και πολύμορφη, και γίνεται περισσότερο μεγαλειώδης και μαγευτική από την πλούσια χλωρίδα. Ελάχιστη είναι η πετρώδης έκτασή του. Και αυτή περισσότερο παρατηρείται στην Θεσσαλική πλευρά.

        Αν εξαιρέσει κανείς τις ψηλότερες κορυφές, που φαίνονται φαλακρές, ολόκληρη η ανατολική επιφάνεια καλύπτεται από πυκνή βλάστηση. Έχει όμως και εύφορα οροπέδια και διαρρέεται από πολλούς χείμαρρους. Ακόμη, στον Κάτω Όλυμπο, υπήρχε η παλιά ορεινή λίμνη «Ασκουρίς» (Νεζερός), σε ύψος 1.006 μ., που τώρα έχει αποξηρανθεί και η έκταση της λίμνης καλλιεργείται τώρα από τους κατοίκους του χωριού Καλλιπεύκη (Νεζερός).

        Ο  Όλυμπος και κυρίως η Πιερική του επιφάνεια, ως προς την βλάστηση μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ζώνες. Στην Αλπική, από το υψόμετρο 1.800μ., και άνω, που κυρίως καλύπτεται από σπάνια φυτά, και στην δασική, που είναι πλούσια σε πολλά δέντρα, κυρίως έλατα, πεύκα, οξιές, καστανιές, κέδρους, καθώς και άλλα αειθαλή πλατύφυλλα δέντρα.

        Την χλωρίδα του Ολύμπου πρώτος εξερεύνησε ο καθηγητής της βοτανικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεόδωρος Ορφανίδης. Σε δύο εκδρομές του το 1857 και 1862, ανακάλυψε πολλά νέα είδη φυτών και δημοσίευσε τις ανακαλύψεις του σε ξένα περιοδικά και στα  «Γεωπονικά» του.

        Το 1927 ανέβηκε στον  Όλυμπο και ο Αυστριακός βοτανολόγος  «Ματσέττι», και βρήκε και αυτός διάφορα είδη φυτών, άγνωστα ως τότε στην επιστήμη.

        Άφθονη είναι επίσης και η πανίδα του Ολύμπου. Αίγαγροι, ζαρκάδια, αγριόχοιροι, αλεπούδες, λύκοι, διάφορα αρπακτικά πτηνά, κυρίως αετοί και γύπες και πολλά άλλα άγρια ζώα βρίσκονται στα αδιάβατα δάση του. Πριν από χρόνια υπήρχαν και ελάφια, ενώ παλαιότερα υπήρχαν και αρκούδες.

       Σύμφωνα με την ντόπια λαϊκή παράδοση, η αρκούδα εξαφανίστηκε από τον Όλυμπο, όταν ο Άγιος Διονύσιος, έπιασε μια αρκούδα (την στιγμή που έτρωγε το μουλάρι του), την ίππευσε, και την οδήγησε στην Μονή, (που ο ίδιος ο Άγιος), είχε ιδρύσει.

       Στους αρχαίους χρόνους, “και λέοντες και βόες άγριοι” (Ηροδ. 7, 125-126), υπήρχαν στην κεντρική Μακεδονία, κοντά στον Αξιό, και επομένως και στην Πιερία.  Έτσι σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, κοντά τον Αξιό, επιτέθηκαν λιοντάρια κατά των καμήλων του Ξέρξη (480 π.Χ.). “Σπάνιον γάρ το γένος των λεόντων εστί, και ούκ εν πολλώ γίγνεται τόπω, αλλά της Ευρώπης απάσης εν τώ μεταξύ του Αχελώου και του Νίσσου (Νέστου) ποταμού. . .”, (Αριστ. περί τα ζώα ιστορία, 6,28,1).

       Οι ανατολικές και οι βόρειες πλευρές του Ολύμπου, είναι απόκρημνες, και διασχίζονται από φαράγγια με πολλούς μικρούς καταρράκτες και χείμαρρους. Η πιο βαθιά και απότομη χαράδρα είναι του Ενιπέα. Πάνω από τον Ενιπέα, υψώνονται οι ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου. Υπερεξέχει όλων: ο θρόνος του Δία ή κοινώς «Μύτικας», (ύψος 2.918 μ.), και ακολουθεί το Πάνθεον ή κοινώς «Στεφάνι»  (ύψος 2.909 μ.).  Ο Μύτικας απέχει από την ακτή του Θερμαϊκού κόλπου, 18 χιλιόμετρα περίπου.

 

 

photo - Ο ΟΛΥΜΠΟΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

 

         “Πολύκορφος” ονομάζονταν ο Όλυμπος από τους αρχαίους. Κοντά σ’ αυτές τις δυο κορυφές που αποτελούσαν και την κατοικία του Δία, υψώνονται και πολλές άλλες μικρότερες, πάνω στις οποίες πιστεύονταν ότι είχαν τους θρόνους τους και οι υπόλοιποι θεοί. Απ’ αυτές τις κορυφές διακρίνονται για το ύψος τους προς  Ν.  ο Πάγος  2.675μ., και ο Καλόγερος 2.701 μ., προς Ν.Δ. το Παλιομανάστρι  2.815μ.,  και η Σταυραϊτιά 2.616 μ., προς Β. η Τούμπα 2.785 μ., και ο Αϊλιάς 2.787 μ., και προς Β.Δ. το Σχολειό 2.905 μ.

       Στον Κάτω Όλυμπο, η ψηλότερη κορυφή είναι η Μεταμόρφωση 1.587μ. Και οι τρεις ψηλότερες κορυφές, ο Μύτικας, το Στεφάνι και το Σχολειό, αποτελούν το επιβλητικότερο ορεινό σύμπλεγμα του Ολύμπου. Στις κορυφές αυτές κατοικούσε ο Δίας και οι άλλοι θεοί, και επόπτευαν όλο τον κόσμο.

         Ιδιομορφία παρουσιάζουν οι καιρικές συνθήκες του Ολύμπου και ιδιαίτερα οι ψηλότερες κορυφές του. Άφθονο χιόνι πέφτει κατά τον χειμώνα, που διαρκεί συνήθως ένα επτάμηνο, από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Απρίλιο. Σπάνια και στους υπόλοιπους μήνες του έτους, παρατηρείται μικρή πτώση χιονιού. Πάνω στις ψηλές κορυφές, τον Φεβρουάριο το ύψος του χιονιού υπερβαίνει τα 4 μέτρα. Όμως εντός των χαραδρών, από τους ανέμους και τις κατολισθήσεις μεγάλων μαζών χιονιού, συσσωρεύεται (σε ύψος) πολύ μεγαλύτερη ποσότητα χιονιού. Στα μέσα του χειμώνα ψύχεται και μετατρέπεται σε σκληρό πάγο.

         Πολλές φορές, και κυρίως την άνοιξη, πυκνή ομίχλη καλύπτει τις πλαγιές και τις κοιλάδες του βουνού. Πολύ συχνά, γκριζόμαυρα  σύννεφα σκεπάζουν το βουνό και προκαλούν σφοδρές και ραγδαίες βροχές. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο εμφανίζονται απρόοπτα, και μεταβάλλονται σε καταρρακτώδεις βροχές και καταιγίδες με τρομερούς κεραυνούς.

           Η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου πιστεύεται ότι ήταν το κέντρο της Ελλάδας, όπως στους Δελφούς ο ομφαλός. Πάνω από το βουνό, η ουράνια θολωτή στέγη από χαλκό, στηρίζονταν πάνω στις ψηλότερες κορυφές, που χρησίμευαν ως κίονες, και εκτείνονταν σε όλη την γη.  

       Μακρινές απηχήσεις των πανάρχαιων δοξασιών διατηρούνται ακόμη στον ελληνικό λαό. Μάλιστα παλαιότερα, πριν την εμφάνιση των ορειβατών, πιστεύονταν ότι υπήρχε περίλαμπρο ανάκτορο (παλάτι του Δία), και μάλιστα ότι το είχαν αντικρύσει μόνο οι βοσκοί της Πιερίας.

         Τον  Όλυμπο επικαλούνταν στους όρκους τους οι αρχαίοι Έλληνες, «ού τόνδ’ Όλυμπον». Στον  Όλυμπο κατοικούσαν και οι τρεις Μοίρες,  Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος, θυγατέρες του Δία και της Θέμιδος, και απ’ αυτόν έδωσαν την ευτυχία ή δυστυχία στους θνητούς, αλλά και στους αθάνατους ακόμα.

           Το όνομα του Ολύμπου και σήμερα χρησιμοποιούν πολλοί και κυρίως οι ντόπιοι, στις ευχές τους προς τους νεόνυμφους ή προς τους εορτάζοντες, όπως: “να ζήσετε σαν τον Όλυμπο”  ή  “ν’ ασπρίσετε σαν τον  Όλυμπο”.

             Δεν υπάρχουν πληροφορίες για αναβάσεις στα μεγάλα ύψη του Ολύμπου, στους αρχαίους χρόνους. Το σοβαρότερο εμπόδιο ήταν τα πυκνά και αδιαπέραστα δάση, και τα πολλά άγρια θηρία, που ζούσαν σ’ αυτά. Ίσως μόνο να υπήρχε ομαδική ανάβαση στις κορυφές του Ολύμπου, (σε υψόμετρο 2815 μ. περίπου, όπου εντοπίστηκαν αρχαία ιερά, ελληνιστικής εποχής) για την λατρεία των θεών.

           Μόνο στους νεότερους χρόνους, η χρησιμοποίηση της πυρίτιδας, κατέστησε τον άνθρωπο περισσότερο ισχυρό και τον  Όλυμπο προσιτό. Οι πρώτοι νεότεροι κατακτητές του μυθικού και ιστορικού βουνού, (από τα μέσα του 17ου αι.), πρέπει να θεωρηθούν οι Ολύμπιοι κλεφταρματωλοί, οι οποίοι ήταν έμπειροι αναβάτες και αναρριχητές, με μόνιμο σχεδόν καταφύγιο τον Όλυμπο, χωρίς αμφιβολία πρώτοι πρέπει να πάτησαν τις ψηλότερες βουνοκορφές του.

           Ερείπια μικρών κτισμάτων και πήλινα θραύσματα παρατηρούνται σε πολλά μέρη του Ολύμπου, ακόμη και στις ψηλότερες κορυφές του, όπως στον Άγιο Αντώνιο, τον Προφήτη Ηλία και στο Σχολειό.  Τα κτίσματα αυτά ήταν ναΐσκοι ή μικρές στέγες που χρησιμοποιούσαν οι κλεφταρματωλοί. Στην κορυφή του Προφήτη Ηλία (Αϊλιά, ύψ. 2.787μ.), οι μοναχοί του Αγίου Διονυσίου, κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου, (πηγαίνουν στην κορυφή του Αϊλιά) και  εορτάζουν στον μικρό ναό, την μνήμη του Αγίου.

         Πρώτοι ανέβηκαν στο Πάνθεον ( 2 Αυγούστου 1913), δύο Ελβετοί φιλέλληνες, ο Μπουασσονά και ο Μπωζόν, μαζί με τον Λιτοχωρινό κυνηγό Χρήστο Κάκαλο.  Από τότε πάτησαν τις κορυφές του, πολλοί Έλληνες και ξένοι, κυρίως μέλη ορειβατικών συλλόγων. Το 1931 με την φροντίδα του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου και του Ε.Ο.Τ. κτίστηκε το πρώτο καταφύγιο για τους ορειβάτες στην τοποθεσία Μπαλκόνι (εξώστης), στο οροπέδιο της Μπάρας, σε ύψος 2.100μ. 

 

 

photo - Ο ΟΛΥΜΠΟΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

 

      Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος, μετέτρεψε μια σπηλιά του Ολύμπου, γνωστή σήμερα ως  “σπηλιά του Ιθακήσιου”, σε μόνιμη κατοικία του για πολλές θερινές περιόδους, και απεικόνισε αρκετές τοποθεσίες του βουνού, σε αξιόλογα έργα ζωγραφικής. Από τους πρώτους γνωστούς εξερευνητές του Ολύμπου θεωρείται ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ΄, μανιώδης κυνηγός, που το 1669 προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε να ανεβεί στην ψηλότερη κορυφή του.

      Τον Ιούλιο του 1830 ένας Άγγλος διπλωμάτης προσπάθησε να ανεβεί από την Ελασσόνα και έφθασε σε κορυφή που δεν υστερούσε πολύ σε ύψος από την ψηλότερη. Εκεί βρήκε ερείπια κτισμάτων και πήλινα θραύσματα, (ίσως πρόκειται για τον περιηγητή Leake,  του 1806). 

      Το 1810 περιηγήθηκε τον Κάτω  Όλυμπο και ο Γάλλος Πουκεβίλ. Μέχρι και σήμερα (σώζονται ερείπια αρχαίων κτισμάτων), στην κορυφή Άγιος Αντώνιος (ύψ. 2.815μ.), ή στο Σκολιό (ύψ. 2.911μ.).

      Το 1856, ένας αρχαιολόγος της Γαλλικής αρχαιολογικής σχολής Αθηνών (ο Heuzey), περιέγραψε τον Κάτω Όλυμπο και μας αναφέρει ότι έφθασε στην κορυφή Προφήτης Ηλίας, την ψηλότερη του Ολύμπου.

      Το 1857 & 1862, ο Ορφανίδης, καθηγητής της βοτανικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξερεύνησε την χλωρίδα του Ολύμπου και έγραψε περίφημες μελέτες γι’ αυτήν.

      Το 1862 ένας Γερμανός γεωγράφος, (ο Μπάρτ), ανέβηκε από τον Κοκκινοπλό στην κορυφή Σκολιό. Σε πρόχειρο σχεδιάγραμμα τοποθετεί την ψηλότερη κορυφή κοντά στον «θρόνο του Διός», και κατέβηκε από τον Ενιπέα στο Λιτόχωρο.

      Τον Αύγουστο του 1865, ένας Άγγλος αλπινιστής ανέβηκε με συμπατριώτη του από την Μονή του Αγίου Διονυσίου στην κορυφή Προφήτης Ηλίας. Κι αυτός διαπιστώνει ότι υπάρχουν ψηλότερες κορυφές. Επιχείρησε ανάβαση σε βράχους ψηλότερων κορυφών, χωρίς όμως επιτυχία, και γύρισε το βράδυ στην Μονή.

      Το 1905, ο Σέρβος καθηγητής της Γεωλογίας (ο Tvigic), του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, συμπλήρωσε τον γεωλογικό χάρτη του Ολύμπου.

      Τον Μάιο του 1909, ένας Γερμανός μηχανικός και γεωγράφος (ο Ρίχτερ), ανέβηκε λίγο ψηλότερα από την κορυφή Άγιος Αντώνιος (ύψ. 2815 μ.). Εκεί όμως τον σταμάτησαν τα παγωμένα χιόνια. Το 1910 ο ίδιος επιχειρεί νέα ανάβαση χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ήταν Μάιος και ήταν κακή εποχή για τον  Όλυμπο.

      Το 1911 ο ίδιος αρχίζει την ανάβαση (στα τέλη Μαΐου), από τον Κοκκινοπλό μαζί με δύο Τούρκους χωροφύλακες. Αιχμαλωτίστηκε από ληστές και αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από τρεις μήνες, αφού όμως πρώτα η Τουρκική κυβέρνηση, κατέβαλε σεβαστό ποσό ως λύτρα.

      Το 1913 δύο φιλέλληνες Ελβετοί, (Μποβύ και Μπουασσονά), μετά τους Βαλκανικούς πολέμους ξεκινούν και φθάνουν στην κορυφή Πάνθεον.

      Το 1914 ένας φημισμένος Ελβετός φωτογράφος, οργανώνει φωτογραφική έκθεση σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, όπου προβάλλονται καλλιτεχνικοί φωτογραφικοί πίνακες (μεγάλου μεγέθους ), όλης της Ελλάδας και δίνει διαλέξεις. Μεταξύ των πινάκων αυτών, υπήρχαν και πίνακες με τις βραχώδεις κορυφές του Ολύμπου, στις οποίες είχε ανεβεί.

      Τον Απρίλιο του 1914, ένας Αμερικανός αλπινιστής και ο καθηγητής Αριστείδης Φουτρίδης ανεβαίνουν στην κορυφή Σκολιό (ύψ. 2911) και στην κορυφή Σκάλα.

      Το 1919 τον Ιούλιο, οι δύο φιλέλληνες Ελβετοί με οδηγό τον Χρήστο Κάκαλο, αναβαίνουν για δεύτερη φορά στην κορυφή Πάνθεον.

      Το 1919 – 1920 η Γεωγραφική Υπηρεσία του Στρατού χαρτογράφησε τον Όλυμπο και τοποθέτησε στην κορυφή Σκολιό, τριγωνομετρικό σημείο. 

 

 

photo - Ο ΟΛΥΜΠΟΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

 

      Τέλος, τον Αύγουστο του 1921, κατακτήθηκε η τελευταία απάτητη κορυφή «ο θρόνος του Δία» ή «Μύτικας», (ύψ. 2918 μ.), από τους Χρήστο Κάκαλο και ένα Ελβετό μηχανικό.

      Από τότε οι αναβάσεις στις κορυφές του Ολύμπου, γίνονται με επικίνδυνες και θανατηφόρες αναρριχήσεις. Ο παλιός ορειβάτης και ριψοκίνδυνος αναρριχητής, καθώς και εκπαιδευτής πολυαρίθμων ορειβατών και αναρριχητών του Σ.Ε.Ο. Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ Αποστολίδης, βρήκε τον θάνατο στον αγαπημένο του  Όλυμπο.

      Στις 4 Μαΐου 1964, ο Αποστολίδης και τρεις άλλοι σύντροφοι – μαθητές του, κατά την εκτέλεση επικίνδυνων αναρριχήσεων, έπεσαν μέσα σε χαράδρα του Μύτικα, που ονομάζεται «Λούκι». Ο γέρος Αποστολίδης υπέκυψε στα τραύματά του και βρέθηκε από συναδέλφους του, μετά από δύο ημέρες, σκεπασμένος από τα χιόνια. Ο θάνατός του πάνω στο ιερό βουνό, συγκίνησε ολόκληρο το πανελλήνιο, καθώς και πλήθος ξένων ορειβατών και θαυμαστών του Ολύμπου.

      Οι ορειβασίες έχουν συνήθως ως ορμητήρια ανατολικά του Ολύμπου το Λιτόχωρο και δυτικά την Ελασσόνα – Κοκκινοπλό. Οι ορειβάτες στις αναβάσεις τους από την ανατολική πλευρά, ακολουθούν την εξής πορεία: Λιτόχωρο – Μετόχι Αγίου Διονυσίου – Σταυρός – πηγές Ενιπέα (Πριόνια), με πορεία 5 ωρών. 

      Για τους ορειβάτες έχουν χτιστεί τα καταφύγια: του Σταυρού (ύψ. 950 μ.), - πορεία 3 ωρών, ο Σπήλιος Αγαπηνός (ύψ. 2100 μ.), πορεία 7 ωρών και του Προφήτη Ηλία (ύψ. 2787 μ.), - πορεία 8 ωρών από το Λιτόχωρο.

      Ένας ανώνυμος θαυμαστής του Πιερικού Ολύμπου, σε σύντομη αλλά γλαφυρή απεικόνιση του θεϊκού βουνού, (στα τέλη του 19ου αι.), έγραφε τα εξής: «Την φυσικήν από νότου ακρόπολιν (δηλ. της Μακεδονίας) αποτελεί ο πολυδειράς  Όλυμπος, δύο παρέχων πολυθρυλήτους διόδους, την της Πέτρας και την του Πλαταμώνος».

      «Το θαυμάσιον τούτο όρος διά το ύψος, την μεγαλοπρέπειαν, τας αρμονικάς γραμμάς των θελτικών αυτού κορυφών, απαστραπτουσών εκ της ανταυγείας και μαρμαρυγής της αενάου σχεδόν χιονός, τας βαθείας αυτού χαράδρας, αίτινες φαίνονται διατέμνουσαι μέχρι των εγκάτων αυτού, τα εκτεταμένα δάση, τα πολλά ύδατα . . . . . η ελληνική φαντασία κατεκόσμησε διά πληθύος επιθέτων, θεωρήσασα αυτό ως την έδρα των θεών».

      «Και η δημοτική ποίησις, εμπνεομένη υπό της μεγαλειότητος του όρους και των έργων των υπό τα κρησφύγετα αυτού διαιτωμένων ηρώων, ύμνησε το πολυκόρυφον, το υπερύψηλον και το πολύπτυχον αυτού. Υπό τον ελληνικόν ήλιον και την διαύγειαν της ελληνικής ατμοσφαίρας ο  Όλυμπος υψούται υπερνέφελος, κυρίαρχος του αιθέρος, αληθής των οφθαλμών πανήγυρις, καταπλήττων, αλλά μη καταπονών την όρασιν, εξάπτων την φαντασίαν, αλλά μη εμπνέων ζοφεράς ή μελαγχολικάς εικόνας . . .».

 

 

 

 

Γράφει:

ΤΖΙΟΛΑΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ

Φιλόλογος – Αρχαιολόγος


  Αρχή Μέλη Επιστροφή  
Share |

Powered By Act Life | Promotion by AddYour.Biz