ligth bright medium dark black
ΑΡΧΑΙΑ ΠΥΔΝΑ

             Το Δίον κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των Πιερικών πόλεων, πιο πολύ όμως ως πνευματικό κέντρο. Το ίδιο διάσημη όμως ήταν και η παραθαλάσσια πόλη της Πύδνας, γνωστή για την πολεμική της δύναμη και για τα πλούτη της.

            Απ’ όλες τις Μακεδονικές πόλεις μόνο η Πύδνα κατείχε αξιόλογο ναυτικό, ενώ στην ξηρά ήταν οχυρωμένη με ισχυρά τείχη. Πιο πολύ όμως η Πύδνα μας είναι γνωστή, ως πόλη εμπορική. Διατηρούσε πολιτικούς και εμπορικούς δεσμούς με την Αθήνα, και πιστεύονταν ότι ήταν παλιά αποικία κάποιας Ελληνικής πόλης, αν κρίνουμε την πρώτη μαρτυρία του Σκύλακα, για την Πύδνα, ο οποίος την διακρίνει ως Ελληνική πόλη  «Πύδνα πόλις Ελληνίς».

Ο Δήμιτσας πιστεύει,  ότι αποικίστηκε από τους κατοίκους της Ερέτριας, ταυτόχρονα με την Μεθώνη, κατά τον  8ο – 7ο αι. π.Χ. Και αυτό γιατί, η Ερέτρια ίδρυσε και άλλες πολλές αποικίες στα παράλια της Μακεδονίας. Πιθανό όμως, σ’ αυτή την θέση, πριν από τον Β΄ Ελληνικό αποικισμό, να υπήρχε και άλλη παλαιότερη  Πιερική πόλη.

Ο Στράβωνας μας προσδιορίζει μερικώς, την θέση της Πύδνας. Μας λέει ότι βρίσκονταν στην Πιερική παραλία, σε απόσταση εκατό είκοσι σταδίων από τον Πηνειό, μεταξύ του Δίου και της Μεθώνης, από την οποία απείχε σαράντα στάδια. Στράβ. (330,22),   «Ότι μετά το Δίον πόλιν ο Αλιάκμων ποταμός έστιν, εκβάλλων εις τον Θερμαϊκόν κόλπον, και το από τούτου η προς βορράν του κόλπου παραλία καλείται έως του Αξιού ποταμού, εν ή και πόλις Πύδνα, η νυν Κίτρον καλείται, είτα Μεθώνη και Άλωρος πόλεις», & Στράβ. 331,36.  «Από Πηνειού φησίν εις Πύδναν σταδίους εκατόν είκοσι», & (330,20), «μέση δ’ ούσα η Μεθώνη της μεν Πύδνης όσον τετταράκοντα σταδίων απέχει, της Αλώρου δε εβδομήκοντα».

Η πόλη μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους, μετονομάστηκε σε “Κίτρον”, και από τότε μέχρι και σήμερα χρησιμοποιείται αυτή η ονομασία. Όμως οι κάτοικοι της Πύδνας που επέζησαν, οι απόγονοί τους, καθώς και οι άλλοι Έλληνες, παράλληλα με το επίσημο νέο όνομα της πόλης, δεν ξεχνούν και το παλαιό όνομα της ιστορικής πόλης, και μάλιστα το αρχαίο όνομα εξακολουθεί να μνημονεύεται, μέχρι και τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής εποχής.

Ακόμα και η επισκοπή Κίτρους, από τον 14ο – 16ο αιώνα, αναφέρεται και ως  «επισκοπή Κίτρους, ήτοι Πύδνης», απόδειξη ότι ουδέποτε έπαψε το Κίτρος να ταυτίζεται με την αρχαία Πύδνα.

Επειδή μας είναι σίγουρο, ότι η Πύδνα ήταν παραλιακή πόλη, γι’ αυτό δεν πρέπει να ταυτιστεί καθόλου με σημερινό χωριό Κίτρος. Αυτό κτίσθηκε, όταν καταστράφηκε το παραλιακό Κίτρον, δηλαδή η αρχαία Πύδνα, από βαρβαρικές επιδρομές του 14ου αιώνα. Τότε μετατοπίστηκε δυτικότερα, για μεγαλύτερη ασφάλεια, όπως συνέβη παλαιότερα και με την Πύδνα.

Ως σίγουρη πρέπει να θεωρείται η διασωθείσα από τον Στέφανο Βυζάντιο, μαρτυρία του Θεαγένη, ότι το όνομα Πύδνα προήλθε κατά την παραφθορά της λέξης κύδνα, (κυδνός, ένδοξος, επιφανής),  «Κύδνα, πόλις Μακεδονίας. Θεαγένης εν Μακεδονικοίς η κατά παραφθοράν Πύδνα λέγεται. Το εθνικόν Πυδναίος, έστι και Κύδνος ποταμός Κιλικίας». Επομένως η πόλη αρχικά λέγονταν Κύδνα.

Άγνωστη μας παραμένει η προέλευση του άλλου ονόματος “Κίτρον”, το οποίο ως επίσημο όνομα, με την πάροδο του χρόνου, αντικατέστησε το παλαιό όνομα “Πύδνα”. Όμως ο αείμνηστος μητροπολίτης Κίτρους  “Παρθένιος Βαρδάκας”, με την καλή του πρόθεση να βρίσκει πάντα Ελληνική ρίζα σε όλα τα τοπωνύμια, πολλές φορές αναγκάστηκε να επινοήσει πολλά και περίεργα, όπως και για το Κίτρος μας γράφει: «Το χωρίον καθ’ ημάς έλαβε το όνομα τούτο εκ των δέντρων κιτρέων, ων καρπός τα κίτρα, και άτινα φαίνεται εις αρχαιοτέραν εποχήν ηυδοκίμουν εν αφθονία . . . .».

 

photo - Ancient Pydna
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

Καθώς μας ιστορεί ο Αππιανός (βιβλ. Δ΄), οι Ρωμαίοι είχαν την συνήθεια να μοιράζουν στους στρατηγούς τους, γη και πόλεις. Αυτοί οι νέοι άρχοντες, έδιναν στις πόλεις ή το δικό τους όνομα, ή της ιδιαίτερης πατρίδας τους, ή άλλης τοποθεσίας. Από αυτά, και γιατί το όνομα Κίτρον, είναι μοναδικό, νομίζουμε ότι προήλθε από το όνομα Ρωμαίου στρατηγού ή κάποιου άρχοντα της πόλης της Πύδνας.

Από τον περασμένο αιώνα, κακώς πιστεύεται ότι η θέση της αρχαίας Πύδνας, βρίσκεται στο ακρωτήριο Αθεράδα, στις σημερινές Αλυκές, η οποία άλλοτε στα Τούρκικα ονομάζονταν “Τούζλα”. “Αθεράδα” ή “Αθερίδα” ετυμολογείται από την λέξη “αθέρας”. Είναι η χαμηλή γλώσσα γης, που εισέρχεται στην θάλασσα προς Α., και με τη γλώσσα της Επανωμής της Χαλκιδικής, σχηματίζει το πρώτο στένωμα του Θερμαϊκού κόλπου, πλάτους 10 μιλίων.

Παλαιότερα επί Τουρκοκρατίας, δίπλα στην γλώσσα της Αθεράδας, υπήρχαν δύο λιμάνια, τα οποία αποτελούσαν το επίνειο του σημερινού  χωριού Κίτρους, το οποίο βρίσκεται μισή ώρα περίπου δυτικότερα των λιμανιών αυτών. Εκεί έδεναν τα πλοία και παραλάμβαναν από τις διπλανές αποθήκες, αλάτι, κάρβουνα, σιτάρι και διάφορα άλλα προϊόντα της Πιερίας. Στο μέσο των δύο λιμανιών, υπάρχει η γνωστή Αλυκή, την οποία σχηματίζουν οι αβαθείς ξέρες. Ακόμα και σήμερα το βόρειο λιμάνι της Αθεράδας, μετά από εκβάθυνσή του, χρησιμοποιείται για την μεταφορά προϊόντων. Προφανώς ξεγελάστηκαν οι νεότεροι ερευνητές, από την θέση του σημερινού χωριού Κίτρους και του λιμανιού του, και αναζήτησαν την Πύδνα κοντά στην Αλυκή.

Όμως το έδαφος της Αλυκής είναι πεδινό, και δεν είναι κατάλληλο να τοποθετηθεί αρχαία οχυρωμένη πόλη, όπως ήταν η Πύδνα. Επίσης το έδαφος της Αλυκής ήταν ακατάλληλο, γιατί η Αθεράδα σχηματίστηκε από προσχώσεις ποταμών. Η Πύδνα δεν ήταν ασήμαντη πόλη, και θα έπρεπε να βρεθούν έστω και λίγα υπολείμματα των ερειπίων της. Σήμερα είναι σχεδόν σίγουρο, ότι η Πύδνα βρίσκεται βορειότερα της Αλυκής, κατά 4 χλμ. από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, και 2 χλμ. νότια του Μακρυγιάλου, πάνω σε έναν παραλιακό λόφο, νότια του Μακρυγιάλου, ο οποίος λόφος αποτελεί τη συνέχεια των διακλαδώσεων των Πιερίων όρεων προς τον Θερμαϊκό κόλπο.

Κοντά στον λόφο, και δίπλα στην αρχαία πόλη, βρίσκεται η κοίτη και η εκβολή δύο ποταμών, που μερικώς υπερασπίζονταν την πόλη, ως είδος τεχνητών τάφρων. Η περιοχή αυτή παλιότερα ανήκε στο σημερινό χωριό Κίτρος. Αργότερα όμως η περιοχή αυτή αγοράστηκε από τους πρόσφυγες του Μακρυγιάλου και αποτελεί καλλιεργήσιμη έκταση. Έτσι σ’ αυτήν την περιοχή, βρέθηκαν κατά περιόδους, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χωρικών, αρχαία νομίσματα διαφόρων εποχών, χάλκινο αγαλματίδιο, χρυσό στεφάνι, αγγεία, τάφοι, επιτύμβιες επιγραφές, καθώς και άλλα ευρήματα.

Στην κορυφή του λόφου υπάρχει τύμβος, με κτίσμα τάφου εντός αυτού. Αλλά και όλη η επιφάνεια των αγρών, είναι γεμάτη από όστρακα κεραμικών αγγείων και μικρών ασβεστόλιθων. Και πάνω στην ακτή, ακόμη σώζεται μικρό τμήμα των ερειπίων του παλιού φρουρίου, που το αναφέρει ο Καντακουζηνός, τον 14ο αιώνα. Μια απλή επίσκεψη και παρατήρηση, πείθει ότι αυτή είναι η θέση της Πύδνας, και του παλαιού Κίτρους. Όμως ακόμα και σήμερα, οι ντόπιοι κάτοικοι ονομάζουν την περιοχή Παλιόκιτρος.

Η κεντρική ακτή της τοποθεσίας αυτής, παλιότερα εισχωρούσε μέσα στην θάλασσα, και αποτελούσε είδος φυσικού κυματοθραύστη. Αυτό συμπεραίνεται, σύμφωνα με την άποψη των ντόπιων ψαράδων, καθώς και από τον επιμήκη βράχο που προχωρεί αρκετά εντός της θάλασσας. Τα κύματα όμως κατέφαγαν τον βράχο και τα νερά της θάλασσας τον κάλυψαν. Έτσι, τα κτίσματα και τα τείχη, που υπερασπίζονταν το εκεί λιμάνι, κατακρημνίσθηκαν στην θάλασσα.

Το μόνο κτίσμα που σώζεται σήμερα πάνω στον βράχο, είναι ένα τμήμα του πυργαίου τείχους. Το έτος 1940, τα Ιταλικά αεροπλάνα νόμιζαν τούτο ως παράκτιο πυροβολείο, και το βομβάρδισαν. Το τείχος έχει πάχος 1,5μ. – 2μ., είναι κατασκευασμένο από πέτρες, κεραμίδια και από ασβέστη, και αποτελεί υπόλειμμα Βυζαντινού φρουρίου.

 

photo - Ancient Pydna
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

Το οικοδομικό υλικό του αρχαίου τείχους, καθώς και των υπολοίπων κτισμάτων, χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την κατασκευή του Βυζαντινού φρουρίου, ενώ μετά στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, μεταφέρθηκε μακριά από τους χωρικούς, στον χώρο του νέου Κίτρους, για την κατασκευή των κατοικιών και των ναών. Ακόμα και ενεπίγραφες πλάκες χρησιμοποιήθηκαν στην τοιχοδομία των ναών, όπως διαπιστώθηκε πριν από έναν αιώνα περίπου, στα ερείπια των ναών  Αγίου Αθανασίου και Αγίας Παρασκευής του Κίτρους. Μάλιστα σε μια εντοιχισμένη αρχαία επιγραφή, βεβαιώνεται η λατρεία του Δία στην Πύδνα.

Από τον Θουκυδίδη (2,99), γνωρίζουμε ότι η παραθαλάσσια Μακεδονία, κατακτήθηκε από τον Αλέξανδρο Α΄ τον Φιλέλληνα (498 - 454 π.Χ.), και από τους προγόνους του. Η Πύδνα ως η ισχυρότερη από όλες της παραλιακές πόλεις, θα πρέπει να κατακτήθηκε τελευταία.

Γνωστό μας είναι μόνο ότι, το 471 π.Χ., ανήκε στο Μακεδονικό κράτος. Τότε εξοστρακίσθηκε ο Θεμιστοκλής, και κατέφυγε στην Πύδνα, και από εκεί με πλοίο έφυγε στην Ασία. Ο Κούρτιος, από την φράση του Θουκυδίδη (1,137), « . . . ες  Πύδναν την Αλεξάνδρου», νομίζει ότι ο Αλέξανδρος Α΄, είχε μεταφέρει την πρωτεύουσα του Μακεδονικού βασιλείου, από τις Αιγές στην Πύδνα.

Τον 5ο αι. π.Χ., η Πύδνα είχε γίνει ισχυρότατη πόλη, και βοήθησε πάρα πολύ στην εδραίωση και ανάπτυξη του Μακεδονικού κράτους, στην διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Περδίκκας Β΄ (448 – 413 π.Χ.), με την Πύδνα να είναι απόρθητη πόλη, καθώς και με την πολιτική του, κατόρθωσε να διασώσει και να ισχυροποιήσει το βασίλειό του. Το 432 π. Χ., ενώ ήταν φίλος και σύμμαχος των Αθηναίων, κήρυξε πόλεμο εναντίον τους, με την δικαιολογία ότι οι Αθηναίοι είχαν συμμαχήσει με τον αδερφό του Φίλιππο και τον ανιψιό του Δέρδο, που από κοινού  μάχονταν εναντίον του.

Ήρθε σε διαπραγματεύσεις μάλιστα με τους Λακεδαιμόνιους και τους προέτρεψε στην αποστασία της Ποτίδαιας και των άλλων πόλεων της Χαλκιδικής. Οι Αθηναίοι μόλις έμαθαν αυτά, και για να προλάβουν την αποστασία των πόλεων, έστειλαν κατά της Μακεδονίας, τριάντα πλοία και χίλιους οπλίτες, κάτω από την στρατηγία του Αρχεστράτου.

Ο Αρχέστρατος, αφού έγινε κύριος της Ποτίδαιας και των άλλων πόλεων της Χαλκιδικής, ενώθηκε με τις δυνάμεις του Φιλίππου και Δέρδου, και καταπολεμάει τον Περδίκκα. Έτσι στην αρχή κατόρθωσε να κυριεύσει την Θέρμη, και μετά οδήγησε τον στόλο του κατά της Πύδνας. Αργότερα έφθασαν και νέες δυνάμεις των Αθηναίων, με δύο χιλιάδες οπλίτες και σαράντα πλοία, κάτω από την ηγεσία του Καλλίου, και μαζί με τις δυνάμεις του Αρχεστράτου πολιόρκησαν την Πύδνα.

Η Πύδνα όμως ήταν οχυρή πόλη και την υπερασπίζονταν ισχυρές δυνάμεις, Οι Αθηναίοι έβλεπαν τον αγώνα τους χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ έφθασαν στην Ποτίδαια, δυνάμεις των Κορινθίων, με τον Αριστέα. Έτσι οι Κορίνθιοι έκαναν συμμαχία με τον Περδίκκα, και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν και έλυσαν την πολιορκία της Πύδνας, και αποχώρησαν.

Αργότερα, στην διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Αθηναίοι προέβαιναν σε επιθέσεις κατά των παραλίων του Θερμαϊκού κόλπου και τον αποκλεισμό τους. Έτσι, ενδεχόμενη κατάληψη της Πύδνας από τους Αθηναίους, θα είχε σοβαρό αντίκτυπο από άποψης πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής, και ασφαλώς θα εμπόδιζε την ομαλή πρόοδο του Μακεδονικού κράτους.

Τον Περδίκκα Β΄ τον διαδέχτηκε στην βασιλεία, ο Αρχέλαος Α΄ (413 – 399 π.Χ.), ο οποίος στο τρίτο έτος της βασιλείας του (410 π.Χ.), αντιμετώπισε μια σοβαρή επαναστατική εξέγερση των Πυδναίων. Ποια ήταν τα αίτια της εξέγερσης, δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με βεβαιότητα.

Πιστεύεται ότι, η πόλη επαναστάτησε, επειδή ο Αρχέλαος αφαίρεσε απ’ αυτήν το δικαίωμα της νομισματοκοπίας, που διατηρούσαν από παλιά και άλλες Μακεδονικές πόλεις με περιορισμούς, και αποτελούσε την ένδειξη κάποιας αυτονομίας. Και ακόμα πιθανόν, να επέβαλε στους Πυδναίους τελωνειακούς φόρους, στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και άλλα φορολογικά βάρη για την ανασυγκρότηση του Μακεδονικού κράτους.

 

photo - Ancient Pydna
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

Ο Αρχέλαος όμως ήταν ισχυρός και τελικά ανάγκασε την Πύδνα να παραδοθεί. Η τιμωρία των Πυδναίων υπήρξε σκληρή. Τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν την πόλη και να μετοικήσουν σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων μακριά από την θάλασσα, «Ο μεν ουν Αρχέλαος φιλοτιμότερον πολιορκήσας την Πύδναν και κρατήσας μετώκησεν αυτήν από θαλάττης ως είκοσι σταδίους».

Όμως η αναγκαστική μετοίκηση των Πυδναίων ήταν προσωρινή. Μετά τον θάνατο του Αρχελάου, (399 π.Χ.), όταν ξέσπασαν εμφύλιες έριδες για τη διαδοχή του θρόνου, οι Πυδναίοι όχι μόνο επέστρεψαν στην πόλη, αλλά και εισήλθαν στην συμμαχία των Αθηναίων, όπως και όλες οι αποικίες της Μακεδονίας μετά τη νικηφόρα ναυμαχία του Κόνωνα, στην Κνίδο, το 394 π.Χ. Αυτόνομοι πλέον, ξανάρχισαν τις εμπορικές σχέσεις με τους Αθηναίους και κατόρθωσαν σύντομα να ανορθώσουν την πόλη τους. Μετά από λίγα έτη προέβησαν και στην κοπή νομισμάτων. Αλλά και κατά το διάστημα της μετοίκησης, η Πύδνα ποτέ δεν έμεινε έρημη.

Ο Αρχέλαος ποτέ δεν σκέφθηκε να καταστρέψει την πόλη, και να εγκαταλείψει το σπουδαιότερο και το πιο αξιόλογο λιμάνι του Μακεδονικού κράτους. Σίγουρα εγκατέστησε στην πόλη στρατιωτική φρουρά. Έτσι όμως δεν ήταν δυνατόν η Πύδνα να επανακτήσει την ακμή της στο εμπόριο και στη ναυτιλία. Γι’ αυτό δεν είναι απίθανο, ο Αρχέλαος να επέτρεψε ο ίδιος επί βασιλείας του, την επάνοδο των Πυδναίων στην παλιά του πόλη.  

Μετά τον θάνατο του Αρχελάου, η Πύδνα επανέκτησε με την πάροδο του χρόνου, σχεδόν όλα τα δικαιώματα της αυτονομίας. Το 364 π.Χ. όμως, οι Αθηναίοι έστειλαν τον Τιμόθεο και τον Τιμοκράτη με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις, στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου και της Χαλκιδικής.

Το Μακεδονικό κράτος την εποχή που βασίλευε ο Περδίκκας Γ΄ (365-359 π.Χ.), εξαιτίας των εμφυλίων ταραχών για την διαδοχή του θρόνου, (μετά τον θάνατο του Αρχελάου), ήταν ανίσχυρο να επέμβει.  Εξάλλου και πολλές άλλες πόλεις, δέχτηκαν και προσχώρησαν εκούσια, ως αυτόνομοι, κάτω από την εξουσία της ναυτικής δύναμης των Αθηναίων. Μεταξύ αυτών, ήταν και οι Πιερικές πόλεις Πύδνα και Μεθώνη. Μόνο η Αμφίπολη προέβαλε αντίσταση, την οποία δεν σκέφτηκε να υποτάξει ο Τιμόθεος.

Το 359 π.Χ., η Μεθώνη χρησιμοποιείται από τους Αθηναίους, ως πολεμική βάση. Στο λιμάνι της, τότε κατέπλευσε ισχυρός Αθηναϊκός στόλος, με πολλούς οπλίτες και με αρχηγό, τον στρατηγό Μαντία. Ο σκοπός του ήταν, να βοηθήσει με ορμητήριο την Μεθώνη, τον Αργαίο, που διεκδικούσε την Μακεδονική βασιλεία και μάχονταν κατά του Φιλίππου Β΄.

Έτσι, από τον Αρχέλαο μέχρι την βασιλεία του Φιλίππου, (359-336 π.Χ.), η Πύδνα επωφελήθηκε τις εσωτερικές αναταραχές του Μακεδονικού κράτους, και κατόρθωσε να ανακτήσει την αυτονομία της και να την διατηρήσει. Οι Αθηναίοι σεβάστηκαν τα δικαιώματα της αυτονομίας της, ώστε η υπαγωγή της στους Αθηναίους και οι φιλικές σχέσεις μαζί της, απέβλεπαν και στην μεγαλύτερη ασφάλεια της αυτοτέλειας της Πύδνας. Εκτός αυτού όμως, οι Αθηναίοι αποτελούσαν την καλύτερη αγορά των προϊόντων της Πιερίας, τα οποία εξάγονταν από το λιμάνι της Πύδνας.

Η Πύδνα, μετά την ανασυγκρότησή της, πολύ σύντομα είχε καταστεί και πάλι πλούσια και ισχυρή. Ο Φίλιππος Β΄ είχε δει ότι, δεν θα ήταν ικανός να πετύχει την ισχυροποίηση του Μακεδονικού βασιλείου, αν δεν κατόρθωνε να γίνει κύριος των πλούσιων και οχυρών παραλιακών πόλεων, και κυρίως του λιμανιού της Πύδνας.

Γνώριζε ο Φίλιππος Β΄ ότι, η κατάκτηση της Πύδνας δεν ήταν εύκολη, και πολύ περισσότερο αν έρχονταν να την βοηθήσουν, οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό, στις διαπραγματεύσεις του με τους Αθηναίους πρεσβευτές Αντίφωνα και Χαρίδημο, επινόησε την περίφημη μυστική συμφωνία, ο ίδιος να παραχωρήσει στους Αθηναίους την Αμφίπολη και οι Αθηναίοι σ’ αυτόν, την Πύδνα, ώστε ο καθένας να λάβει την πόλη που κατείχε παλαιότερα, και του ανήκει αυτοδικαίως. Η συμφωνία κρατήθηκε απόρρητη, σύμφωνα με την πανούργα επιθυμία του Φιλίππου Β΄, και δεν ανακοινώθηκε στον Δήμο των Αθηναίων, για να μην το μάθουν οι Πυδναίοι και αντιδράσουν, γιατί δεν ήθελαν να υπαχθούν στο Μακεδονικό κράτος.

 

photo - Ancient Pydna
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να διεξήχθησαν τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά την αποτυχία της εκστρατείας των Αθηναίων στην Μακεδονία, όταν ο στρατηγός Μαντίας ήρθε στην Μεθώνη, για να βοηθήσει τον Αργαίο, που διεκδικούσε τον Μακεδονικό θρόνο κατά του Φιλίππου Β΄, το 359 π.Χ.

Οι Αθηναίοι τότε προφασίστηκαν, ότι ο σκοπός τους ήταν η ανάκτηση της Αμφίπολης. Ο Φίλιππος όμως αποφάσισε, να παραχωρήσει αυτονομία στην Αμφίπολη και κατόρθωσε να παραπλανήσει τους Αθηναίους, ώστε να αδρανήσουν ακόμα περισσότερο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ήσυχος πλέον εκστράτευσε το 358 π.Χ., και υπέταξε τους Παίονες, νίκησε τους Ιλλυριούς, και σύναψε ειρήνη μ’ αυτούς, και μετά ανενόχλητος πολιόρκησε την Αμφίπολη, αφού εξαπάτησε και πάλι τους Αθηναίους με την επιστολή του, «εν η ωμολόγει την Αμφίπολιν υμετέραν είναι, έφη γαρ εκπολιορκήσας υμίν αποδώσειν, ως ούσαν υμετέραν και ου των εχόντων».

Ο Φίλιππος Β΄, μετά την κατάληψη της Αμφίπολης το 357 π.Χ., χωρίς καθυστέρηση στράφηκε κατά της Πύδνας και την πολιόρκησε. Οι Πυδναίοι αντιστάθηκαν γενναία, αλλά μπροστά στην επιμονή του Φιλίππου, υποχώρησαν, «ηνίκα Πύδνα, Ποτείδαια, Μεθώνη . . . πολιορκούμεν’ απηγγέλλετο»  και  «το πρώτον Αμφίπολιν λαβών, μετά ταύτα Πύδναν».

Οι Αθηναίοι και πάλι δεν επωφελήθηκαν την αντίσταση των Πυδναίων, ώστε να αποφασίσουν και να δράσουν έγκαιρα. Φαίνεται πως μέρος των κατοίκων της Πύδνας, ενέδωσε στις υποσχέσεις του Φιλίππου Β΄, αφού μάταια ανέμενε να φανεί στον Θερμαϊκό κόλπο ο Αθηναϊκός στόλος, και μάλλον με προδοσία κυριεύτηκε η πόλη. Επίσης η Πύδνα, δοκίμασε τις σκληρότερες δοκιμασίες της, από τον βασιλιά Αρχέλαο. Όσοι διέφυγαν τον θάνατο, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν.

Η εμπορική και πολεμική σπουδαιότητα της Πύδνας, για το Μακεδονικό κράτος ήταν αναγκαία, ώστε σύντομα να ανασυγκροτηθεί και να καταστεί ισχυρή πόλη, όπως εμφανίζεται μετά από σαράντα χρόνια, κατά την διαμάχη των βασιλισσών “Ολυμπιάδας” (μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου), και της “Ευρυδίκης”  (σύζυγος του Φιλίππου Γ΄). Έτσι, τον Οκτώβριο του 317 π.Χ., η Ολυμπιάδα αφού νίκησε, εισήλθε ως τροπαιούχος στην Μακεδονία, και προχώρησε σε άγριες σφαγές των αντιπάλων της, κυρίως των οπαδών της οικογένειας Αντιπάτρου – Κασσάνδρου, και επέβαλε μαρτυρικό θάνατο στην Ευρυδίκη. Αυτό όμως, μετέστρεψε τα πνεύματα των Μακεδόνων.

Ο Κάσσανδρος εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία και έλυσε την πολιορκία της Τεγέας, και από την Πελοπόννησο έφθασε και εισήλθε στην Μακεδονία, από τα στενά της Πέτρας. Τότε η Ολυμπιάδα έκρινε, την Πύδνα ως ασφαλέστερη γι’ αυτήν πόλη, και σ’ αυτήν κατέφυγε, για να προβάλει την τελευταία αντίστασή της κατά του Κασσάνδρου. Έτσι, ο Κάσσανδρος όταν έφθασε στην Πύδνα και είδε ότι εξαιτίας του Χειμώνα, δεν ήταν δυνατόν με την πολιορκία των τειχών να γίνει κύριος της πόλης, στρατοπέδευσε και κατασκεύασε χαράκωμα από το ένα παραθαλάσσιο άκρο της πόλης, μέχρι το άλλο άκρο, ενώ ταυτόχρονα είχε αποκλείσει και το λιμάνι της, για να σταματήσει και ο εφοδιασμός της πόλης σε τρόφιμα και από την θάλασσα.

Γρήγορα όμως, επικράτησε μεγάλη παραλυσία εντός της πόλης, λόγω έλλειψης τροφίμων. Φαίνεται ότι εκτός του στρατού και άλλος πληθυσμός της περιοχής, είχε καταφύγει στην πόλη από τον φόβο, χωρίς οι αρχές της πόλης, να λάβουν την πρόνοια για μακροχρόνια πολιορκία, γιατί περίμεναν την βοήθεια από άλλους Μακεδόνες.  Έφτασαν κατ’ αρχήν στο σημείο, ώστε ο κάθε στρατιώτης να παίρνει το σιτάρι των πέντε ημερών, για έναν μήνα, να πριονίζουν δοκάρια για να θρέψουν τους ελέφαντες, και να σφάζουν τα υπόλοιπα ζώα για την διατροφή τους. Όμως, η Ολυμπιάδα, δεν υποχωρούσε, επειδή περίμενε ενισχύσεις απ’ έξω.

Η κατάσταση όμως έγινε περισσότερο τραγική. Οι ελέφαντες και τα υποζύγια πέθαναν, γιατί δεν τρέφονταν πλέον. Αλλά και πάρα πολλοί στρατιώτες καθημερινά είχαν την ίδια τύχη. Μερικοί από τους μισθοφόρους βαρβάρους, έτρωγαν τις σάρκες των πεθαμένων. Οι νεκροί πλήθαιναν, και πολλοί δεν ενταφιάζονταν πλέον, αλλά τους πετούσαν έξω από τα τείχη, ώστε όχι μόνο η εικόνα ήταν άσχημη, αλλά και η δυσοσμία ανυπόφορη. Την άνοιξη του 316 π.Χ., η Ολυμπιάδα έφτασε στην ανάγκη, να αφήσει τους στρατιώτες της ελεύθερους, επειδή δεν μπορούσε να τους θρέψει.

 

photo - Ancient Pydna
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

Αυτοί πήγαν στον Κάσσανδρο, ο οποίος τους δέχτηκε πρόθυμα, και τους έστειλε στις πόλεις τους, για να γνωστοποιήσουν την δεινή θέση, στην οποία βρίσκεται η Ολυμπιάδα. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, πέτυχε ο Κάσσανδρος να ματαιώσει, την ετοιμαζόμενη βοήθεια προς την Ολυμπιάδα, και να μεταστρέψει τα πνεύματα υπέρ αυτού, εκτός του Αριστόνοος που είχε την Αμφίπολη, και του Μονίμου που είχε την Πέλλα.

Η Ολυμπιάδα απογοητευμένη, επιχείρησε να δραπετεύσει με πλοίο. Η απόπειρά της όμως απέτυχε, μετά από προδοσία, και στην απόγνωσή της έστειλε πρέσβεις για συνθηκολόγηση, και αφού βεβαιώθηκε μόνο για την ασφάλειά της, παρέδωσε την Πύδνα στον Κάσσανδρο. Αμέσως μετά, και ο Αριστόνους παρέδωσε την Αμφίπολη, και ο Μόνιμος την Πέλλα, μετά από επιστολή της Ολυμπιάδας.

Ο Κάσσανδρος ήθελε να σκοτώσει την Ολυμπιάδα, παρά την υπόσχεσή του, φοβούμενος την μεγάλη της φήμη. Προκάλεσε την συνέλευση των Μακεδόνων, και προέτρεψε τους οικείους, που σκοτώθηκαν απ’ αυτήν, να παρουσιαστούν ως κατήγοροι, απούσης της Ολυμπιάδας. Η συνέλευση αποφάσισε την θανάτωσή της. Έτσι σκέφτηκε και πρότεινε στην Ολυμπιάδα, να την βοηθήσει να δραπετεύσει, με σκοπό όμως,  να την σκοτώσει μέσα στο πλοίο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της. Η Ολυμπιάδα όμως δέχτηκε να φύγει στην Αθήνα, σύμφωνα με την πανούργα συμβουλή του, αλλά ζήτησε να απολογηθεί μπροστά στους Μακεδόνες.

Όμως ο Κάσσανδρος τότε φοβήθηκε, μήπως η ανάμνηση των ευεργεσιών του Φιλίππου Β΄ και του Μ. Αλεξάνδρου, αλλάξει την γνώμη του λαού, και διέταξε σε διακόσιους στρατιώτες να την σκοτώσουν το ταχύτερο. Αυτοί μπήκαν στην βασιλκή οικία, αλλά μόλις είδαν την Ολυμπιάδα, σεβάστηκαν το αξίωμά της, και πάλι έφυγαν άπρακτοι.

Μερικοί συγγενείς των σκοτωμένων, από τους οπαδούς της Ολυμπιάδας, ζήτησαν από τον Κάσσανδρο και κατέσφαξαν την βασίλισσα. Σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση, μετά την παράδοση της Πύδνας εξαιτίας της πείνας, η Ολυμπιάδα σκοτώθηκε με λιθοβολισμό (άνοιξη 316 π.Χ.). Η Ολυμπιάδα χωρίς αμφιβολία ενταφιάστηκε στην Πύδνα, αλλά σε ασήμαντο τάφο.

Όλοι οι Μακεδόνες βασιλείς, ακόμα περισσότερο οι εκπορθητές της Πύδνας, Αρχέλαος, Φίλιππος Β΄, και Κάσσανδρος, διέκριναν την εξαιρετική θέση και την σπουδαιότητα της πόλης, για το κράτος των Μακεδόνων και την ενίσχυαν, ώστε σύντομα να επουλώνει τις πληγές της από τους πολέμους, και να εμφανίζεται ξανά με την παλιά της αίγλη. Γι’ αυτό αμέσως ανέκτησε και πάλι την ακμή της η Πύδνα, και έγινε ναυτική δύναμη, αφού μέσω αυτής ο Κάσσανδρος εφοδίαζε τους συμμάχους του, Πτολεμαίο, Σέλευκο και Λυσίμαχο, με όπλα και πλοία, στους εμφυλίους πολέμους των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου.

Μετά από δεκαπέντε χρόνια περίπου, είχε στείλει (ο Κάσσανδρος) στόλο 36 πλοίων, από την Πύδνα στα παράλια της Μ. Ασίας, κατά του Αντιγόνου, «Μετά δε ταύτα τον στόλον εκ Φοινίκης μετεπέμψατο (δηλ. ο Αντίγονος), Μηδίου ναυαρχούντος, ός περιτυχών ταις Πυδναίων ναυσίν, ούσαις τριάκοντα έξ, και καταναυμαχήσας, αυτάνδρων των σκαφών εκυρίευσε», (δηλ. το 301 π.Χ. πριν την μάχη στην Ιψό).

Μετά την ήττα του Περσέα το 168 π.Χ., στην μάχη της Πύδνας, ο εχθρός εισήλθε ελεύθερα στην ανυπεράσπιστη πόλη, και επιδόθηκε στις γνωστές λεηλασίες. Ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε στην ακμάζουσα Πύδνα αρπάχτηκε, και μαζί με τους αιχμαλωτισθέντες άρχοντες  της Μακεδονίας, μεταφέρθηκαν στην Ρώμη και στόλισαν τον θρίαμβο του Αιμιλίου Παύλου.

Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα. Η Πύδνα μαζί με όλη την Πιερία, εντάχθηκε στο τρίτο τμήμα με πρωτεύουσα την Πέλλα. Για την ασφάλειά της η Ρωμαϊκή φρουρά, εγκαταστάθηκε εντός της πόλης. Η Πύδνα στην επανάσταση του Ανδρίσκου (149-148 π.Χ.), δοκίμασε και νέα ερήμωση από τους Ρωμαίους και ίσως χειρότερη της πρώτης. Η εκδίκηση των Ρωμαίων κατά της Πύδνας, πρέπει να ήταν σκληρότερη. Τότε αρπάχθηκαν από τον Μέτελλο οι 25 χάλκινοι ανδριάντες του Λυσίππου και μεταφέρθηκαν από την Πύδνα στην Ρώμη.

Η πόλη όμως, επέζησε και επί Ρωμαϊκής κατοχής, αφού η Ρωμαϊκή φρουρά την ονόμασε “Κίτρον”. Η πρόοδος που σημείωσε με την πάροδο του χρόνου και κυρίως κατά τον 4ο αι. μ.Χ., ανακόπηκε από τις βαρβαρικές επιδρομές, και από τότε έπεσε σε παρακμή. Ουδέποτε όμως, εγκαταλείφθηκε οριστικά, γιατί το λιμάνι της εξακολουθούσε να είναι το σημαντικότερο στις Πιερικές ακτές, και ακόμη, γιατί βρίσκονταν κοντά στην οδική αρτηρία, η οποία συνέδεε την Θεσσαλονίκη με τη νότια Ελλάδα, μέσω των Τεμπών. Γι’ αυτό και το όνομά της δεν ξεχάστηκε ποτέ. Μάλιστα συνυπάρχουν και τα δύο, “Πύδνα και Κίτρον”, σε όλη την Μεσαιωνική περίοδο.

 

Γράφει:

ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Φιλόλογος – Αρχαιολόγος


  Αρχή Μέλη Επιστροφή  
Share |

Powered By Act Life | Promotion by AddYour.Biz