Π.Ο.Ε.Δ.Δ. ΠΙΕΡΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΔΩΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΩΝ
ligth bright medium dark black
ΕΔΕΣΣΑ
GR EG DE srb

picture of Edessa

Η Έδεσσα (παλαιότερα ονομάζονταν παράλληλα και Βοδενά), βρίσκεται σε υψόμετρο 320 μέτρων. Είναι πόλη της κεντρικής Μακεδονίας της Ελλάδας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του Νομού Πέλλας. Ο πληθυσμός της πόλης της Έδεσσας είναι 18.253, ενώ αυτός του διευρυμένου Δήμου Έδεσσας ανέρχεται στους 28.814 κατοίκους (απογραφή 2011).

Στην πόλη είναι έντονο το υγρό στοιχείο (ποτάμια και καταρράκτες), γι' αυτό και οι ονομασίες της: Έδεσσα (wεδες στα φρυγικά ήταν το νερό ή πύργος στο νερό) και Βοδενά (voda στα σλάβικα είναι το νερό ) έχουν την ίδια ρίζα.

Το όνομα της πόλης έχει φρυγική προέλευση και σημαίνει "πύργος/πόλη μες στο νερό".

 

Αρχαία περίοδος

Η πόλη κατοικείται από τα αρχαία χρόνια και μέχρι την ανακάλυψη των τάφων της Βεργίνας (1977) ταυτιζόταν με τις αρχαίες Αιγές, πρώτη πρωτεύουσα του αρχαίου Μακεδονικού βασιλείου. Η σημερινή πόλη είναι κτισμένη στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας πόλης. Οι περιορισμένες, προς το παρόν, ανασκαφικές έρευνες έχουν αποκαλύψει το αρχαίο τείχος και τμήμα της αγοράς. Από την πόλη έφερε αποίκους ο Μέγας Αλέξανδρος και επανίδρυσε την παλαιότερη Ορχόη της βορειοδυτικής Μεσοποταμίας σε Έδεσσα.

picture of Edessa

Στα ρωμαϊκά χρόνια γνώρισε σχετική ακμή, καθώς βρισκόταν πάνω στην περίφημη Εγνατία Οδό, και σύμφωνα με τον ιστορικό Τίτο Λίβιο ήταν "πόλις ευγενής και αξιόλογος". Από την εποχή του Αυγούστου μέχρι το250 μ.Χ. διέθετε δικό της νομισματοκοπείο, ένα από τα 9 που είχαν επιτρέψει οιΡωμαίοι στη Μακεδονία.

Ελάχιστες πληροφορίες σώζονται για την πόλη κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Το 691 / 692 στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο συμμετέχει ο Ισίδωρος, "ελάχιστος επίσκοπος Εδεσσηνών πόλεως". Στους αιώνες που ακολούθησαν την κάθοδο των Σλάβων στα Βαλκάνια χάνεται το όνομα "Έδεσσα" και καθιερώθηκε η ονομασία "Βοδενά". Ο Βυζαντινός συγγραφέας του 11ου αιώνα Σκυλίτζης αναφέρει:

    Φρούριον δε τα Βοδενά επί πέτρας αποτόμου κείμενον, δι ής καταρρεί το της λίμνης του Οστρόβου ύδωρ, υπό γης κάτωθεν ρέον αφανώς και εκείσε πάλιν αναδυόμενον.    

Το χρονικό διάστημα από το 995 αποτέλεσε πρωτεύουσα του βουλγαρικού βασιλείου ενώ κατά τη διάρκεια των βυζαντινο-βουλγαρικών πολέμων, το 1002 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' πολιόρκησε και κατέλαβε τα Βοδενά. Τους Βούλγαρους κατοίκους τους μετοίκησε στο Βολερόν, μεταξύ Νέστου και Έβρου, ενώ στον φρούραρχο Δραξάν επέτρεψε να κατοικήσει στη Θεσσαλονίκη. Τα Βοδενά στη συνέχεια αποστάτησαν και ο Βασίλειος τα ξαναπολιόρκησε το 1015, μέχρις ότου οι κάτοικοι παρέδωσαν την πόλη, όπου και εγκατέστησε φρουρά, τους λεγόμενους "κονταράτους".

Το 1345 κατελήφθη για περίπου 40 χρόνια από τους Σέρβους του Δουσάν και το 1386 η πόλη ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Μακεδονίας και υποτάχθηκε στους Οθωμανούς. Σε ρωσικό χρονικό της εποχής μαρτυρείται ολοκληρωτική καταστροφή από μεγάλο σεισμό το 1395, από τον οποίο και δημιουργήθηκαν οι περίφημοι καταρράκτες της. Το 1530 υπήρχαν στην πόλη 132 χριστιανικά και 48 μουσουλμανικά νοικοκυριά.

 

Νεώτερη περίοδος

Πολλά στοιχεία για την πόλη κατά τον 17ο αιώνα παρέχει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή που την επισκέφθηκε το 1668. Στο έργο του αναφέρει την έντονη παρουσία των Ελλήνων της πόλης.

Το 1782 ιδρύθηκε το πρώτο γνωστό σχολείο της πόλης, το «Ελληνομουσείον». Στα αρχεία της Ιεράς Μητροπόλεως Βοδενών σώζεται το ιδρυτικό σιγίλιο που υπογράφει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Γνωστός Εδεσσαίος της εποχής, ήταν ο λόγιος και καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Παρίσι, Μηνάς Μηνωίδης (1788-1859). Μεγάλη οικογένεια της Έδεσσας τον 19ο αιώνα υπήρξε η οικογένεια Οικονόμου που μετανάστευσε στη Μολδοβλαχία. Από την οικογένεια αυτή κατάγεται και ο διάσημος νευρολόγος Κωνσταντίνος Οικονόμου (γνωστός ως Constantin von Economo). Το αρχοντικό της οικογένειας Οικονόμου είναι έως και σήμερα ένα από τα αξιοθέατα της Έδεσσας.

Οι κάτοικοι της Έδεσσας συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821. Σπουδαίοι αγωνιστές της επανάστασης του 1821 ήταν ο Δημήτριος Τρούπκος και ο Παναγιώτης Ναούμ, ο οποίος συμμετείχε στις Εθνοσυνελεύσεις της Ερμιόνης (Γ΄ Εθνοσυνέλευση), της Τροιζήνας (Γ΄ Εθνοσυνέλευση), του Άργους (Δ΄ Εθνοσυνέλευση) και του Ναυπλίου (Ε΄ Εθνοσυνέλευση), ως πληρεξούσιος, καθώς επίσης και οι αδερφοί.

 Τις δεκαετίες του 1860 και 1870 η Έδεσσα έγινε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ Πατριαρχικών και Εξαρχικών. Οι Εξαρχικοί απαιτούσαν την τέλεση των εκκλησιαστικών ακολουθιών στη βουλγαρική γλώσσα και, όταν το αίτημα απορρίφθηκε από το Μητροπολίτη Αγαθάγγελο και τον Τούρκο Καϊμακάμη, κατέλαβαν το 1870 το μητροπολιτικό ναό των Αγίων Αναργύρων και τον μετέτρεψαν σε εξαρχικό μέχρι το 1912.

Κατά τα έτη 1892 - 1894 ολοκληρώνεται η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου και η Έδεσσα συνδέεται πλέον με τρένο με τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, τη Φλώρινα και το Μοναστήρι.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχίζει να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά συστηματικά το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της πόλης, οι άφθονες υδατοπτώσεις. Στο «φρύδι» του βράχου κτίζονται εργοστάσια, τα οποία αξιοποιούν τη δωρεάν πηγή ενέργειας και φέρνουν οικονομική άνθηση. Πρώτο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας ήταν του Τσίτση (1895). Ακολούθησαν η Άνω και Κάτω Εστία, το Κανναβουργείο και το Σεφέκο. Ήδη από τη δεκαετία του '10 και ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Έδεσσα είχε αποκληθεί «Μάντσεστερ των Βαλκανίων» και ήταν, μαζί με τη Νάουσα, η κινητήρια δύναμη της βιομηχανίας στη Μακεδονία.

Κατά το Μακεδονικό Αγώνα οι πολλοί Εδεσσαίοι αγωνίστηκαν για την ελευθερία, όπως ο οπλαρχηγός Ιωάννης Τσίτσιος (καπετάν Βλάχος) και οι Μακεδονομάχοι Ιωάννης Γιούσμης, Παρίσης Παρίσης, Κωνσταντίνος Σαλάμπασης, Κωνσταντίνος Σιβένας, Αθανάσιος Φράγκου, Ιωάννης Χατζηνίκος και ο ιατρός Αργύριος Κιτάνος. Ηγετικές μορφές της πόλης υπήρξαν επίσης, ο Ευάγγελος Κωφός και ο Δημήτριος Ρίζος.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Έδεσσα απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 18 Οκτωβρίου του 1912. Στην οικονομική ανάπτυξη του μεσοπολέμου προσέφεραν σημαντικά οι 2.500 περίπου πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923-24. Πολλοί από αυτούς είχαν αστική προέλευση και ίδρυσαν βιοτεχνίες. Τη δεκαετία του '30, εποχή πλήρους ακμής, λειτουργούν θέατρα, κινηματογράφοι, φιλαρμονική και εκδίδονται 4-5 εφημερίδες. Στην έντονη πολιτιστική κίνηση πρωτοστατεί ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος», που ιδρύθηκε το 1922 και συνεχίζει μέχρι σήμερα.

Η ευημερία της πόλης δέχθηκε ανεπανόρθωτο πλήγμα κατά τη δεκαετία του '40, με τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Αν και η Έδεσσα δεν βομβαρδίστηκε στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, υπέστη τεράστια καταστροφή ακριβώς λίγες ημέρες πριν από τη λήξη της κατοχής. Το Σεπτέμβριο του 1944, οι Γερμανοί, σε αντίποινα για το φόνο ενός στρατιώτη τους, πυρπόλησαν τη μισή πόλη αφήνοντας χιλιάδες άστεγους. Μεταξύ των κτιρίων που καταστράφηκαν περιλαμβανόταν το Αρρεναγωγείο (κτίσμα του 1862) και ο μητροπολιτικός ναός των Αγίων Αναργύρων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Έδεσσα βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου και, κατά περιόδους, κατακλύστηκε από προσωρινούς πρόσφυγες των γύρω χωριών, τα οποία εκκενώνονταν για στρατιωτικούς λόγους. Όταν έληξαν οι συγκρούσεις το 1949 και ενώ εκατοντάδες σλαβόφωνοι και άλλοι ντόπιοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού μαζί με τις οικογένειες τους είχαν πάρει το δρόμο της αναγκαστικής εξορίας ,η πόλη προσπάθησε να επουλώσει τα τραύματα, αλλά οι οικονομικές συνθήκες είχαν αλλάξει. Η εμφάνιση των συνθετικών υφασμάτων (νάιλον, ραγιόν) που ήρθαν από την Αμερική επέφερε σκληρό ανταγωνιστικό κτύπημα στις ελληνικές κλωστοϋφαντουργίες. Ο εξηλεκτρισμός της χώρας αφαίρεσε από τις βιομηχανίες της Έδεσσας το συγκριτικό πλεονέκτημα των υδατοπτώσεων.

Επιπλέον, το τεράστιο ρεύμα αστυφιλίας της δεκαετίας του '50 και του '60 κατέστησε πολύ πιο επικερδή την εγκατάσταση των βιομηχανιών στα δυο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), όπου είχε συσσωρευθεί το 50% του πληθυσμού της χώρας. Τα εργοστάσια της Έδεσσας άρχισαν να παρακμάζουν και να κλείνουν τη δεκαετία του 1960. Το 1972, τα 4 μεγάλα είχαν κλείσει και απόμεινε να υπολειτουργεί μόνο το ΣΕΦΕΚΟ ως τη δεκαετία του '90, ενώ χιλιάδες εργάτες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία.

 

Η Έδεσσα σήμερα

Στις αρχές του 21ου αιώνα, τα παλιά εργοστάσια της Έδεσσας έχουν γκρεμιστεί (Τσίτση) ή έχουν μεταβληθεί σε χώρους εστίασης (Κανναβουργείο). Οι μικρές μονοκατοικίες με τους ανθισμένους κήπους δίπλα στα ποταμάκια έχουν δώσει τη θέση τους σε πενταόροφες πολυκατοικίες. Ωστόσο, η πόλη διατηρεί ακόμη γωνιές πρασίνου, με σημαντικά πάρκα μέσα στο κέντρο, και διασχίζεται πάντα από μικρά ποταμάκια που της προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χρώμα.Παρ΄όλα αυτά όμως η αναλογία τ.μ.πράσινου ανά κάτοικο βρίσκεται στο 7,6 τη στιγμή που σύμφωνα με τον "Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος " το κατώτερο όριο μιας βιώσιμης πόλης είναι τα 10 τ.μ.πράσινου ανά κάτοικο. Το 2006 η τσιμεντοποίηση του πάρκου της πλατείας 25ης Μαρτίου με σκοπό την εκεί ανέγερση Μουσείου,παρ΄ότι είχε προεπιλεγεί άλλος χώρος,ακυρώθηκε μετά από κινητοποιήσεις ενεργών πολιτών της Έδεσσας. Την περίοδο 2004-2007 ανακατασκευάστηκε και η σιδηροδρομική γραμμή στο τμήμα Θεσσαλονίκης-Έδεσσας-Φλώρινας. Το 2006 η "Πρωτοβουλία Πολιτών για το Οδικό και Σιδηροδρομικό Δίκτυο" διεκδικεί την αναβάθμιση του οδικού δικτύου Θεσσαλονίκης-Έδεσσας στο τμήμα από τη Χαλκηδόνα ως τα όρια του Ν.Πέλλας με το Ν.Φλωρινας καθώς και την παράκαμψη της Έδεσσας ενώ παράλληλα τίθεται για πρώτη φορά το αίτημα της σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης -Έδεσσας και Αριδαίας μέσω Γιαννιτσών. Την περίοδο 2007-2011 μετά από ποικιλόμορφες δράσεις της "Πρωτοβουλίας Πολιτών για το Σιδηροδρομικό Δίκτυο του Ν.Πέλλας" το παραπάνω αίτημα γίνεται αποδεκτό από το σύνολο σχεδόν των κατοίκων του Νομού Πέλλας με αποκορύφωμα την ένταξή του στην" ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ". Η ανάπτυξη της πόλης βασίζεται πλέον στον τριτογενή τομέα (δημόσιες υπηρεσίες και τουρισμό). Από το 2004, λειτουργεί και πανεπιστημιακό τμήμα Μάρκετινγκ και Διοίκησης λειτουργιών του πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Αξιοθέατα

Η πόλη είναι διάσημη για τους καταρράκτες που σχηματίζει ο ποταμός Εδεσσαίος ή Βόδας που ρέει μέσα από την πόλη. Πρόκειται για τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα. Παλαιότερα, οι καταρράκτες ήταν 6-7, αλλά σήμερα απομένουν 2 μεγάλοι και ορισμένοι μικρότεροι. Περιβάλλονται από το καταπράσινο πάρκο των καταρρακτών με αιωνόβια πλατάνια. Η διαμόρφωση του πάρκου οφείλεται στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Προπολεμικά, στην περιοχή βρίσκονταν τα νεκροταφεία και η πρόσβαση στους καταρράκτες ήταν δύσκολη.
Άλλα αξιοθέατα της πόλης είναι:

  • Ο Ψηλός Βράχος με θέα στον κάμπο της Κεντρικής Μακεδονίας τα Γιαννιτσά ως τη Θεσσαλονίκη.
  • Η τοποθεσία "Κιουπρί" (που σημαίνει γέφυρα στα τουρκικά), στην δυτική είσοδο της πόλης, με πέτρινο τοξωτό γεφύρι της Τουρκοκρατίας, πάρκο, Κολυμβητήριο και κλειστό Γυμναστήριο. Η περιοχή περιγράφεται από την Αγγλίδα περιηγήτρια Mary Walker (1863) ως ειδυλλιακός τόπος εκδρομής.
  • Το πέτρινο Ρολόι της Πόλης, κατασκευασμένο περί το 1905
  • Η βυζαντινή εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου ή Αγίας Σοφίας, παλαιός μητροπολιτικός ναός, στη συνοικία Βαρόσι. Κτίσμα του 14ου αιώνα, με κίονες κορινθιακού ρυθμού, προφανώς από παλαιότατο αρχαίο ναό στο ίδιο σημείο.
  • Η παραδοσιακή συνοικία Βαρόσι, στην οποία σώζονται τα παλαιότερα σπίτια της Έδεσσας (ορισμένα από τις αρχές του 19ου αιώνα). Ολόκληρη η συνοικία έχει κηρυχθεί διατηρητέα, αλλά τα περισσότερα κτίσματα κινδυνεύουν άμεσα με κατάρρευση.
  • Οι Μικροί Καταρράκτες στο κέντρο της πόλης που παλιά κινούσαν υδρόμυλο.
  • Το Κανναβουργείο, κάτω από τους "Μύλους", στη συνέχεια του πάρκου των Καταρρακτών. Συνδέεται με την πόλη με ένα αυθεντικόκαλντερίμι, μέσα από τη συνοικία "Βαρόσι" και στη συνέχεια με σύγχρονο ανελκυστήρα. Ένα κομμάτι του παλιού εργοστασίου έχει μετατραπεί σε εστιατόριο-καφετέρια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος διατηρεί άθικτα τα μηχανήματα και τη διάταξη της βιομηχανικής μονάδας.
  • To Γενί Τζαμί, έργο πιθανά του 1875, που κηρύχθηκε διατηρητέο το 1937 και στέγασε το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης (τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 8 Δεκεμβρίου 1942).

Πολιτισμός

Η Έδεσσα υπήρξε ακόμη και στα χρόνια της τουρκοκρατίας ένα σημαντικό αστικό και διοικητικό κέντρο της κεντρικής Μακεδονίας. Αυτό είχε ως επακόλουθο την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών: παραδείγματα αποτελούν η ίδρυση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου το 1872 και της φιλαρμονικής την δεκαετία του 1900. Το αποκορύφωμα της πολιτιστικής κίνησης ήρθε την εποχή του Μεσοπολέμου (1922-1940). Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε η μουσική, με συχνές συναυλίες, οπερέτες και άλλες εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχαν τοπικές χορωδίες και φιλαρμονικές. Η παλιά μουσική παράδοση διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας και στο τέλος κάθε καλοκαιριού ομάδες κανταδόρων διασχίζουν όλες τις γειτονιές της πόλης χαρίζοντας έναν ρομαντικό αποχαιρετισμό στην εποχή των διακοπών.
Εξίσου αξιόλογη είναι και η λογοτεχνική παράδοση της πόλης. Στο Γυμνάσιο της Έδεσσας φοίτησε ο Μενέλαος Λουντέμης και εικόνες από τη ζωή της πόλης επανέρχονται συχνά στα έργα του. Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του έζησε στην Έδεσσα ο Σταμ-Σταμ (Σταμάτης Σταματίου), γνωστός για τις επιφυλλίδες του και τα διηγήματα που αντλούν από τη ζωή του χωριού. Ο Σταματίου διετέλεσε επίσης Νομάρχης Πέλλας.
Από τους σύγχρονους λογοτέχνες κορυφαία θέση κατέχει ο ποιητής Μάρκος Μέσκος (γεν. 1935). Στο έργο του επανέρχονται συχνά αναμνήσεις από την παιδική και νεανική ζωή στην Έδεσσα και σκηνές από τη φρίκη των πολέμων της δεκαετίας του 1940. Ξεχωρίζουν επίσης ο Σάκης Τότλης και ο ποιητής Βασίλης Παππάς.

Αθλητισμός

Ποδόσφαιρο

Η Έδεσσα έχει πλούσια αθλητική παράδοση. Το ποδόσφαιρο ήταν γνωστό στην πόλη ήδη από το 1908, όπως δείχνει σωζόμενη φωτογραφία του συλλόγου "Ελπίς". (Δημοσιεύτηκε στην "Εδεσσαϊκή" στις 20 Σεπτεμβρίου 2003). Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ιδρύθηκαν ποδοσφαιρικοί σύλλογοι: η "Νέα Γενιά" (1922), ο Ηρακλής (1926), ο Άρης (1939), ο Εθνικός (1949), ενώ ποδοσφαιρικό τμήμα διατηρούσε και ο πολιτιστικός σύλλογος "Μέγας Αλέξανδρος" (1922-1931).
Το 1960, συνενώθηκαν στον "Εδεσσαϊκό", με σύμβολο την τρίαινα. Σύντομα, ο Εδεσσαϊκός καθιερώθηκε ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της Β΄ Εθνικής Κατηγορίας. Πρωταθλητής στον Δ' Όμιλο το 1962-63 και το 1964-65, έχασε και τις δυο φορές την άνοδο στην Α΄ Εθνική σε αγώνες μπαράζ μεταξύ των τεσσάρων πρωταθλητών, σύμφωνα με το σύστημα που ίσχυε τότε. Το 1969-70, στην τελευταία αναλαμπή, διεκδίκησε τον τίτλο μέχρι τέλους, αλλά κατετάγη 3ος. Ακολούθησαν χρόνια παρακμής. Το 1975 υποβιβάστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του. Επανήλθε στη Β΄ Εθνική το 1977 και γνώρισε άλλους τρεις υποβιβασμούς στη Γ΄ Εθνική μεταξύ 1981 και 1988. Η σπουδαιότερη στιγμή του εδεσσαϊκού ποδοσφαίρου ήρθε το 1992, όταν ο Εδεσσαϊκός ανήλθε για πρώτη φορά στην Α΄ Εθνική, με προπονητή τον Μάκη Κατσαβάκη. Στην ομάδα του 1992 ξεχώριζαν κυρίως νέα ταλέντα, όπως ο Σαπουντζής, ο Ζουμπούλης, ο Πασαλής και οι δυο βετεράνοι Μαλουμίδης και Τσολερίδης. Η Έδεσσα ήταν η τρίτη μικρότερη πόλη της Μακεδονίας (μετά την Βέροια και τηνΚαστοριά ) που ανέβασε ποτέ ομάδα στην Α΄ Εθνική.
Ο Εδεσσαϊκός παρέμεινε στην Α΄ Εθνική επί πέντε χρόνια, πραγματοποιώντας ικανοποιητικές εμφανίσεις, ενώ το 1996 έφτασε και ως τους "4" στο Κύπελλο Ελλάδας. Τα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύτηκαν, όμως, δεν επέτρεψαν ανάλογη συνέχεια και η ομάδα υποβιβάστηκε το 1997. Ακολούθησαν χρόνια παρακμής, με διαδοχικούς υποβιβασμούς στη Γ΄ Εθνική (1999), Δ΄ Εθνική (2000) και στην τοπική ΕΠΣ Πέλλας το 2002. Στο πρωτάθλημα 2007-08 βρίσκεται πάλι στην Δ΄ Εθνική και από την νέα χρονιά 2008-09, μετά το νέο υποβιβασμό της, αγωνίζεται και πάλι στην τοπική ερασιτεχνική κατηγορία.

Κλασικός αθλητισμός

Η πόλη έχει να επιδείξει σημαντική παρουσία και στον στίβο. Ξεχωρίζουν δυο περίοδοι ακμής, η δεκαετία του 1960 και η δεκαετία του 1990. Ειδικά τη δεκαετία του 1960, ο γυναικείος στίβος της Έδεσσας βρισκόταν στις κορυφές της Ελλάδας και ο Εδεσσαϊκός καταλάμβανε συχνά τη 2η θέση στους Πανελλήνιους Αγώνες (1963, 1965, 1966).
Χρυσά μετάλλια στους Πανελλήνιους Αγώνες Γυναικών είχαν κατακτήσει οι Πέτκου (200 μ., 1963), Ζαχαριάδου (δισκοβολία, 1965, 1966, 1967) και η ομάδα 4Χ100 (1963). Η γνωστότερη αθλήτρια την οποία ανέδειξε η Έδεσσα ήταν η Βάσω Καραφύλλη, η οποία κατέρριψε επανειλημμένα το πανελλήνιο ρεκόρ της δισκοβολίας και το έφτασε σε απλησίαστα για την εποχή επίπεδα το 1975. Το πανελλήνιο ρεκόρ της, 55.10, έμεινε ακατάρριπτο για δεκαοχτώ χρόνια ως το 1993. Η Καραφύλλη πήρε το χρυσό μετάλλιο δισκοβολίας στους Πανελλήνιους Αγώνες το 1968, 1972, 1973, 1976 και ακοντισμού το 1970. Κέρδισε επίσης το χρυσό μετάλλιο δισκοβολίας στους Μεσογειακούς Αγώνες το 1975.
Άλλοι αξιόλογοι αθλητές από την Έδεσσα κατά την περίοδο 1960-1980 ήταν ο Μεσημέρτζης (δρόμοι ημιαντοχής-αντοχής), ο Παρασκευάς (μήκος), ο Βουτσής (100 μ.), ο Καβαλιωτίδης (400 μ.), ο Χρηστάκης (ακοντισμός) και ο Τζουβάρας (100-200 μ.). Η δεύτερη περίοδος ακμής, κατά τη δεκαετία του 1990, προήλθε από το Γυμναστικό Σύλλογο Έδεσσας (ΓΥΣΕ), με δημιουργό τον Πέτρο Χάλη. Οι αθλητές του ΓΥΣΕ διακρίθηκαν σε παιδικό και εφηβικό επίπεδο, καθώς, λόγω των νέων συνθηκών επαγγελματισμού στο στίβο, οι περισσότεροι σταμάτησαν τον αθλητισμό με την ενηλικίωσή τους. Γνωστότερα ονόματα του ΓΥΣΕ υπήρξαν ο Χοϊδης (100μ.), πρώτος στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες Νέων, η Τσάμογλου (σφυροβολία), με επανειλημμένες καταρρίψεις του πανελλήνιου ρεκόρ, η Κυβελίδου (έπταθλο), η Δημητριάδου (έπταθλο), οι Ελ. και Δ. Μασλίγκα (μήκος) και η Γαλένη (μήκος).

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
  Αρχή Μέλη Επιστροφή  
Share |

Copyright © Πιερική Ομοσπονδία Ενοικιαζομένων Δωματίων και Διαμερισμάτων. Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.